Μετάβαση στο περιεχόμενο

πέταγμα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: πέταμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέταγμα τα πετάγματα
      γενική του πετάγματος των πεταγμάτων
    αιτιατική το πέταγμα τα πετάγματα
     κλητική πέταγμα πετάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πέταγμα < πετώ + -μα  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πέταγμα ουδέτερο

  1. η πτήση (αεροπλάνων, πουλιών κ.λπ.)
  2. η εκτόξευση, η ρίψη

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη πετώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]