πέτσικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέτσικος < πετσί


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πέτσικος η πέτσικη το πέτσικο
      γενική του πέτσικου της πέτσικης του πέτσικου
    αιτιατική τον πέτσικο την πέτσικη το πέτσικο
     κλητική πέτσικε πέτσικη πέτσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πέτσικοι οι πέτσικες τα πέτσικα
      γενική των πέτσικων των πέτσικων των πέτσικων
    αιτιατική τους πέτσικους τις πέτσικες τα πέτσικα
     κλητική πέτσικοι πέτσικες πέτσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές


Επίθετο[επεξεργασία]

πέτσικος

  1. (για νόμισμα) εκείνο το οπόιο είναι πλαστό, κίβδηλο.
    αυτό το νόμισμα είνα πέτσικο δηλαδή παραχαραγμένο
  2. (για ρούχο) εκείνο το οποίο είναι φτιαγμένο από κακής ποιότητας ύφασμα.
    ένα μπλε κοτλέ παντελόνι που είχα όταν ήμουν μικρός, ήταν πέτσικο και σκίστηκε τρεις μέρες μετά την αγορά του.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]