πέφτω απ' τα σύννεφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πέφτω απ' τα σύννεφα < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
[επεξεργασία]πέφτω απ' τα σύννεφα
- εκπλήσσομαι αρνητικά επειδή πίστευα κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που πραγματικά συνέβη
- (ειρωνικά) δεν εκπλήσσομαι καθόλου, ήμουν σίγουρος/η ότι αυτό θα συνέβαινε
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πέφτω απ' τα σύννεφα