πέφτω απ' τα σύννεφα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέφτω απ' τα σύννεφα < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση[επεξεργασία]

πέφτω απ' τα σύννεφα

  1. εκπλήσσομαι αρνητικά επειδή πίστευα κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που πραγματικά συνέβη
  2. (ειρωνικά) δεν εκπλήσσομαι καθόλου, ήμουν σίγουρος/η ότι αυτό θα συνέβαινε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]