πήγνυμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πήγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ- (προσκολλώ, συνάπτω). Συγγενές με το (λατινικά) pango

πήγνυμι παθητική φωνή πήγνυμαι

  1. καρφώνω, στερεώνω
  2. φυτεύω
  3. κατασκευάζω
  4. κτίζω
  5. πήζω
  6. παγώνω
  7. ορίζω, καθορίζω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]