πήγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ - (προσκολλώ , συνάπτω ). Συγγενές με το (λατινικά ) pango
πήγνυμι παθητική φωνή πήγνυμαι
καρφώνω , στερεώνω
φυτεύω
κατασκευάζω
κτίζω
πήζω
παγώνω
ορίζω , καθορίζω
πήγνυμι
Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
πήγνῡμι
πηγνύω
πηγνύοιμι
-
σύ
πήγνῡς
πηγνύῃς
πηγνύοις
πήγνῡ
οὗτος
πήγνῡσι(ν)
πηγνύῃ
πηγνύοι
πηγνύτω
ἡμεῖς
πήγνυμεν
πηγνύωμεν
πηγνύοιμεν
-
ὑμεῖς
πήγνυτε
πηγνύητε
πηγνύοιτε
πήγνυτε
οὗτοι
πηγνύασι(ν)
πηγνύωσι(ν)
πηγνύοιεν
πηγνύντων / πηγνύτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
πηγνύναι
πηγνύς
πηγνῦσα
πηγνύν
πηγνύ λείπει η προσωδία ρήματος
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπήγνῡν
-
-
-
σύ
ἐπήγνῡς
-
-
-
οὖτος
ἐπήγνῡ
-
-
-
ἡμεῖς
ἐπήγνυμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐπήγνυτε
-
-
-
οὗτοι
ἐπήγνυσαν
-
-
-
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπήγνυον
-
-
-
σύ
ἐπήγνυες
-
-
-
οὖτος
ἐπήγνυε
-
-
-
ἡμεῖς
ἐπηγνύομεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐπηγνύετε
-
-
-
οὗτοι
ἐπήγνυον
-
-
-
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
πήξω
-
πήξοιμι
-
σύ
πήξεις
-
πήξοις
-
οὗτος
πήξει
-
πήξοι
-
ἡμεῖς
πήξομεν
-
πήξοιμεν
-
ὑμεῖς
πήξετε
-
πήξοιτε
-
οὗτοι
πήξουσι(ν)
-
πήξοιεν
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
πήξειν
πήξων
πήξουσα
πῆξον
Ενεργητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἔπηξα
πήξω
πήξαιμι
-
σύ
ἔπηξας
πήξῃς
πήξαις / πήξειας
πῆξον
οὗτος
ἔπηξε
πήξῃ
πήξαι / πήξειεν
πηξάτω
ἡμεῖς
ἐπήξαμεν
πήξωμεν
πήξαιμεν
-
ὑμεῖς
ἐπήξατε
πήξητε
πήξαιτε
πήξατε
οὗτοι
ἔπηξαν
πήξωσι(ν)
πήξαιεν / πήξειαν
πηξάντων / πηξάτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
πῆξαι
πήξας
πήξασα
πῆξαν
Ενεργητικός Παρακείμενος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
πέπηγα
πεπήγω / πεπηγώς , πεπηγυῖα , πεπηγός ὦ
πεπήγοιμι / πεπηγώς , πεπηγυῖα , πεπηγός εἴην
-
σύ
πέπηγας
πεπήγῃς / πεπηγώς , πεπηγυῖα , πεπηγός ᾖς
πεπήγοις / πεπηγώς , πεπηγυῖα , πεπηγός εἴης
πεπηγώς , πεπηγυῖα , πεπηγός ἴσθι
οὗτος
πέπηγε
πεπήγῃ / πεπηγώς , πεπηγυῖα , πεπηγός ᾖ
πεπήγοι / πεπηγώς , πεπηγυῖα , πεπηγός εἴη
πεπηγώς , πεπηγυῖα , πεπηγός ἔστω
ἡμεῖς
πεπήγαμεν
πεπήγωμεν / πεπηγότες , πεπηγυῖαι , πεπηγότα ὦμεν
πεπήγοιμεν / πεπηγότες , πεπηγυῖαι , πεπηγότα εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
πεπήγατε
πεπήγητε / πεπηγότες , πεπηγυῖαι , πεπηγότα ἦτε
πεπήγοιτε / πεπηγότες , πεπηγυῖαι , πεπηγότα εἴητε/εἶτε
πεπηγότες , πεπηγυῖαι , πεπηγότα ἔστε
οὗτοι
πεπήγασι(ν)
πεπήγωσι(ν) / πεπηγότες , πεπηγυῖαι , πεπηγότα ὦσι(ν)
πεπήγοιεν / πεπηγότες , πεπηγυῖαι , πεπηγότα εἴησαν/εἶεν
πεπηγότες , πεπηγυῖαι , πεπηγότα ἔστων
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
πεπηγέναι
πεπηγώς
πεπηγυῖα
πεπηγός
Ενεργητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπεπήγειν
-
-
-
σύ
ἐπεπήγεις
-
-
-
οὖτος
ἐπεπήγει
-
-
-
ἡμεῖς
ἐπεπήγεμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐπεπήγετε
-
-
-
οὗτοι
ἐπεπήγεσαν
-
-
-