πήδημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πήδημα | τα | πηδήματα |
γενική | του | πηδήματος | των | πηδημάτων |
αιτιατική | το | πήδημα | τα | πηδήματα |
κλητική | πήδημα | πηδήματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πήδημα < αρχαία ελληνική πήδημα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πήδημα
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του: πηδάω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- πηδηματάκι (υποκοριστικό)
[επεξεργασία]
- αναπήδημα
- απήδηχτος
- πηδηχτός
- χοροπήδημα
- χοροπηδητώ
- και → δείτε τη λέξη πηδάω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | πήδημα | πηδήματε | πηδήματα |
Γενική | πηδήματος | πηδημάτοιν | πηδημάτων |
Δοτική | πηδήματι | πηδημάτοιν | πηδήμασι |
Αιτιατική | πήδημα | πηδήματε | πηδήματα |
Κλητική | πήδημα | πηδήματε | πηδήματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πήδημα < πηδάω (πηδ-) + -ημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πήδημα ουδέτερο
- πήδημα, άλμα
- ※ χὠ χιλίαρχος Δαδάκης πληγῇ δορὸς / πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο (Αισχύλου, Πέρσαι, 305)
- χτύπος της καρδιάς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πήδημα στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «πήδημα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)