πήληξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πηληκ-
ονομαστική πήληξ αἱ πήληκες
      γενική τῆς πήληκος τῶν πηλήκων
      δοτική τῇ πήληκ ταῖς πήληξ(ν)
    αιτιατική τὴν πήληκ τὰς πήληκᾰς
     κλητική ! πήληξ πήληκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πήληκε
γεν-δοτ τοῖν  πηλήκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πήληξ, επικός (τεχνικός όρος) με κατάληξη -ηξ < πιθανό δάνειο. Οι αρχαίοι ετυμολογούσαν από πάλλω, χωρίς ετυμολογική βάση. [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πήληξ θηλυκό

  1. (οπλισμός) κράνος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 608 (608-610)
    ἀμφὶ δὲ πήληξ | σμερδαλέον κροτάφοισι τινάσσετο μαρναμένοιο | Ἕκτορος·
    και, όπως πολεμούσε, | τρομακτικό στους μήλιγγες το κράνος εσειόνταν·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. περικεφαλαία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v. «πηλήκιο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]