πήρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πείρα, πυρά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpi.ɾa/
ομόηχα: πύρα, πείρα
τονικό παρώνυμο: πυρά

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πήρα



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πήρ αἱ πῆραι
      γενική τῆς πήρᾱς τῶν πηρῶν
      δοτική τῇ πήρ ταῖς πήραις
    αιτιατική τὴν πήρᾱν τὰς πήρᾱς
     κλητική ! πήρ πῆραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πήρ
γεν-δοτ τοῖν  πήραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πήρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πήρα θηλυκό (και ιωνικός τύποςπήρη)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δε συνδέεται το πηρός.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]