πίθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πίθος | οι | πίθοι |
γενική | του | πίθου | των | πίθων |
αιτιατική | τον | πίθο | τους | πίθους |
κλητική | πίθε | πίθοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πίθος < αρχαία ελληνική πίθος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πίθος αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ο πίθος των Δαναΐδων: δηλώνει ότι μια προσπάθεια ή ενέργειά μας είναι ατελέσφορη και ότι ματαιοπονούμε
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πίθος
|
πίθος Δαναΐδων
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πίθος αρσενικό
- πιθάρι, πολύ μεγάλο είδος δοχείου για την αποθήκευση του κρασιού