πίκλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίκλα οι πίκλες
      γενική της πίκλας
    αιτιατική την πίκλα τις πίκλες
     κλητική πίκλα πίκλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πίκλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πίκλα θηλυκό

  • το πικαλίλι, τουρσί μουστάρδας
  • λαχανικό σε ξίδι, μπαχαρικό ή αλάτι (χρειάζεται κάποιος χρόνος/ 3 με 4 βδομάδες για να δέσει το τουρσί)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]