πικο-
(Ανακατεύθυνση από πίκο-)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πικο- < (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία pico- < ιταλική piccolo (μικρός) ή ισπανική pico (μικρό ποσό)
Πρόθημα[επεξεργασία]
πικο-
- (μονάδα μέτρησης, στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων) πρόθημα που σημαίνει υποδιαίρεση ενός δισεκατομμυριοστού της μονάδας στην οποία προστίθεται
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)