πίμπλημι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | πίμπλημι | πίμπλαμαι |
Παρατατικός | ἐπίμπλην | ἐπιμπλάμην |
Μέλλοντας | πλήσω | πλήσομαι & πλησθήσομαι |
Αόριστος | ἔπλησα | ἐπλησάμην, ἐπλήμην, ἐπλήσθην |
Παρακείμενος | πέπληκα | πέπλησμαι |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. | πεπλήσομαι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πίμπλημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₁- (γεμίζω)
Ρήμα[επεξεργασία]
πίμπλημι (παθητική φωνή: πίμπλαμαι)
- γεμίζω
- ※ 7ος αιώνας πκε ⌘Ησίοδος, Ἔργα καὶ ἡμέραι, 411-412
- οὐ γὰρ ἐτωσιοεργὸς ἀνὴρ πίμπλησι καλιὴν | οὐδ᾽ ἀναβαλλόμενος·
- εκείνος που εργάζεται σ᾽ ανώφελη εποχή την αποθήκη δε γεμίζει, | ούτε ο αναβλητικός.
- Μετάφραση (2001), Σταύρος Γκιργκένης @greek‑language.gr
- οὐ γὰρ ἐτωσιοεργὸς ἀνὴρ πίμπλησι καλιὴν | οὐδ᾽ ἀναβαλλόμενος·
- ※ 7ος αιώνας πκε ⌘Ησίοδος, Ἔργα καὶ ἡμέραι, 411-412
- συμπληρώνω, γεμίζω
- πληρώ θέση, κατέχω αξίωμα
- (μεταφορικά) χορταίνω
- (στη μέση φωνή) γεμίζω για τον εαυτό μου ή για ό,τι ανήκει σε μένα
- παθητική φωνή: πίμπλαμαι
- γεμίζω, πληρούμαι, είμαι γεμάτος από
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 93.5
- ἐπεὰν δὲ πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ Νεῖλος, τά τε κοῖλα τῆς γῆς καὶ τὰ τέλματα τὰ παρὰ τὸν ποταμὸν πρῶτα ἄρχεται πίμπλασθαι διηθέοντος τοῦ ὕδατος ἐκ τοῦ ποταμοῦ· καὶ αὐτίκα τε πλέα γίνεται ταῦτα καὶ παραχρῆμα ἰχθύων σμικρῶν πίμπλαται πάντα·
- Όταν λοιπόν αρχίζει να φουσκώνει ο Νείλος, τα κοιλώματα του εδάφους και τα τέλματα κοντά στον ποταμό αρχίζουν πρώτα να γεμίζουν με το νερό που ξεχειλίζει από τον ποταμό· και μόλις αυτά τα μέρη γεμίσουν νερό, γεμίζουν ταυτόχρονα όλα και με μικρά ψαράκια.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐπεὰν δὲ πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ Νεῖλος, τά τε κοῖλα τῆς γῆς καὶ τὰ τέλματα τὰ παρὰ τὸν ποταμὸν πρῶτα ἄρχεται πίμπλασθαι διηθέοντος τοῦ ὕδατος ἐκ τοῦ ποταμοῦ· καὶ αὐτίκα τε πλέα γίνεται ταῦτα καὶ παραχρῆμα ἰχθύων σμικρῶν πίμπλαται πάντα·
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 134
- λέκτρα δ᾽ ἀνδρῶν πόθῳ | πίμπλαται δακρύμασιν·
- Μ᾽ απ᾽ τον πόθον, εδώ, των αντρών | τα κρεβάτια γιομίζουν με δάκρυα
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- λέκτρα δ᾽ ἀνδρῶν πόθῳ | πίμπλαται δακρύμασιν·
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, 646
- τί χρῆμ᾽ ἀυτῆς πᾶν τόδ᾽ ἐπλήσθη στέγος,
- Ποιoς έτσι γέμισε από αλαλαγμούς τον τόπο;
- Μετάφραση (1913): Κώστας Βάρναλης @greek‑language.gr
- τί χρῆμ᾽ ἀυτῆς πᾶν τόδ᾽ ἐπλήσθη στέγος,
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 93.5
- έχω αρκετό από κάποιο πράγμα
- (μεταφορικά) καθίσταμαι έγκυος
- γεμίζω, πληρούμαι, είμαι γεμάτος από
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
πίμπλημι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πίμπλημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πίμπλημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₁- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)