πίνακας ελέγχου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πίνακας ελέγχου οι πίνακες ελέγχου
      γενική του πίνακα ελέγχου των πινάκων ελέγχου
    αιτιατική τον πίνακα ελέγχου τους πίνακες ελέγχου
     κλητική πίνακα ελέγχου πίνακες ελέγχου
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πίνακας ελέγχου αεροσκάφους

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πίνακας ελέγχου < πίνακας & έλεγχος στη γενική ενικού, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική control panel

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpi.na.kas eˈleŋ.xu/

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

πίνακας ελέγχου αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]