πίπερι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πίπερι < αρχαία ελληνική πέπερι (με ανομοίωση)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πίπερι ουδέτερο
- ((ελληνιστική κοινή)) άλλη μορφή του πέπερι