πίσσινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πίσσινος < πίσσα

Επίθετο[επεξεργασία]

πίσσινος, -η, -ον

  • που είναι φτιαγμένος από πίσσα