πίσσωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πίσσωμα τα πισσώματα
      γενική του πισσώματος των πισσωμάτων
    αιτιατική το πίσσωμα τα πισσώματα
     κλητική πίσσωμα πισσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πίσσωμα < πισσώ(νω) + -μα [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πίσσωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 πίσσωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)