πίτυς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πῐτῠ- | |||||
ονομαστική | ἡ | πίτυς | αἱ | πίτυες | |
γενική | τῆς | πίτυος | τῶν | πιτύων | |
δοτική | τῇ | πίτυῐ̈ | ταῖς | πίτυσῐ(ν) & πίτυσσι(ν) επικός | |
αιτιατική | τὴν | πίτυν | τὰς | πίτυς | |
κλητική ὦ! | πίτυ | πίτυες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πίτυε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πιτύοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βότρυς' όπως «βότρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πίτυς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pi-tu- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peyH-. Συνδέεται με τη λατινική pinus (> γαλλική pin), την αλβανική pishe [1]
- Δε σχετίζεται με το πίτυρον, ή το πίτυλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πίτυς, -υος θηλυκό
- (δέντρο) πεύκο
- ⮡ πίτυς ἀγρία, πίτυς ἥμερος
- ≈ συνώνυμα: πεύκη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 390 (390-391)
- ἠὲ πίτυς βλωθρή, τήν τ' οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες / ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι νήϊον εἶναι
- υψηλός πεύκος, πόκαψαν τέκτονες εις τα όρη / μ᾽ αξίνες νεοτρόχιστες μ᾽ αυτό να στήσουν πλοίον·
- Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
- ἠὲ πίτυς βλωθρή, τήν τ' οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες / ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι νήϊον εἶναι
- (φυτό) κουκουναριά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- πιτύς, -ύος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πίτυος δίκην ἐκτρίβομαι / πίτυος τρόπον ἐκτρίβομαι (σαν πεύκο καταστρέφομαι -γιατί το πεύκο, αν κοπεί, δεν ξαναβλασταίνει)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 37.1-2
- εἰ δὲ μή σφεας πίτυος τρόπον ἀπείλεε ἐκτρίψειν. πλανωμένων δὲ τῶν Λαμψακηνῶν ἐν τοῖσι λόγοισι τὸ θέλει τὸ ἔπος εἶναι τό σφι ἀπείλησε ὁ Κροῖσος, πίτυος τρόπον ἐκτρίψειν, μόγις κοτὲ μαθὼν τῶν τις πρεσβυτέρων εἶπε τὸ ἐόν, ὅτι πίτυς μούνη πάντων δενδρέων ἐκκοπεῖσα βλαστὸν οὐδένα μετιεῖ ἀλλὰ πανώλεθρος ἐξαπόλλυται.
- ειδεμή, τους απειλούσε πως θα τους πελεκήσει όπως οι ξυλοκόποι τις κουκουναριές· κι οι Λαμψακηνοί να κάνουν λαθεμένες υποθέσεις συζητώντας τί θέλει να πει η φράση με την οποία τους απειλούσε ο Κροίσος, «θα τους πελεκήσει σαν κουκουναριές»· ώσπου κάποιος από τους γεροντότερους, όταν κάποια ώρα την άκουσε, αμέσως είπε την πραγματική έννοιά της, πως η κουκουναριά είναι το μοναδικό απ᾽ όλα τα δέντρα που, έτσι και κοπεί, δεν ξαναβγάζει βλαστό, αλλά χάνεται εντελώς, μια για πάντα.
- Μετάφραση (1993): Η. Σπυρόπουλος, Αθήνα:Γκοβόστης @greek-language.gr
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- πίτυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πίτυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βότρυς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βότρυς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βότρυς' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Δέντρα (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)