παίρνω αέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
παίρνω αέρα
- (μεταφορικά) αποκτώ μεγαλύτερη άνεση στη συμπεριφορά μου (φτάνοντας μέχρι και την αδιαφορία ή και την αγένεια προς τους άλλους)
- ↪ Από τότε που πήρε προαγωγή, πήρε πολύ αέρα και δεν υπολογίζει κανέναν.
- → δείτε και τις εκφράσεις παίρνει το μυαλό μου αέρα, δίνω αέρα και κόβω τον αέρα
- κυριαρχώ σε διαπροσωπικές σχέσεις
- ↪ Του πήρε τον αέρα και τον κάνει πια ό,τι θέλει.
- αναπνέω καθαρό αέρα
- ↪ Άνοιξε τα παράθυρα να πάρουμε αέρα, πολύ καπνό έχει εδώ μέσα.
- ηρεμώ, παίρνω βαθιά αναπνοή
- ↪ Βγήκε έξω να πάρει αέρα γιατί ήταν πολύ εκνευρισμένος.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- παίρνω τον αέρα (κάποιου πράγματος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάνω πιο άνετο
|