παγάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγάνα οι παγάνες
      γενική της παγάνας των παγανών
    αιτιατική την παγάνα τις παγάνες
     κλητική παγάνα παγάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγάνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παγάνα θηλυκό

  1. κυνήγι, αναζήτηση θηράματος από ομάδα κυνηγών
  2. καταδίωξη ανθρώπου (πχ παράνομου, δραπέτη κ.λπ)
  3. ομάδα κυνηγών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]