παγίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παγίως < πάγιος

Επίρρημα[επεξεργασία]

παγίως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγίως < πάγι(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

παγίως

  1. στέρεα, σε στερεά μορφή
  2. με σίγουρο και θετικό τρόπο
    παγίως λέγειν

Πηγές[επεξεργασία]