παγανισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παγανισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική paganisme[1] < υστερολατινική paganismus , αναλύεται σε * παγαν- + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παγανισμός αρσενικό
- η ειδωλολατρία, που συνδέεται με τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, όταν η πίστη στις προχριστιανικές θρησκείες είχε περιοριστεί στους αγροτικούς πληθυσμούς.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- νεοπαγανισμός
- νεοπαγανιστής
- νεοπαγανιστικός
- νεοπαγανίστρια
- παγανό
- παγανός
- παγανιστικός
- παγανιστής
- παγανίστρια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Στην αρχαία Ρώμη, χρησιμοποιούσαν αυτήν την λέξη για όσους ζούσαν έξω από την Ρώμη, στην επαρχία και αργότερα, όταν άρχισε να ανθίζει ο Χριστιανισμός, την χρησιμοποιούσαν για αυτούς που εξακολουθούσαν να πιστεύουν στους αρχαίους θεούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ παγανισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)