παγανό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παγανό | τα | παγανά |
γενική | του | παγανού | των | παγανών |
αιτιατική | το | παγανό | τα | παγανά |
κλητική | παγανό | παγανά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγανό < μεταπλασμός του παγανός σε ουδέτερο με βάση την αιτιατική [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγανό ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη παγανισμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγανό
→ δείτε τη λέξη παγανός |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ παγανό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας