παγερά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγερά < παγερός

Επίρρημα[επεξεργασία]

παγερά

  • με παγερό τρόπο
τον κοίταξε παγερά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

παγερά