παγιέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγιέτα | οι | παγιέτες |
γενική | της | παγιέτας | των | παγιετών |
αιτιατική | την | παγιέτα | τις | παγιέτες |
κλητική | παγιέτα | παγιέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παγιέτα θηλυκό
- λεπτεπίλεπτο μεταλλικό λαμπερό έλασμα, συνήθως στρογγυλό, με μια μικρή τρύπα στο κέντρο του, που χρησιμοποιείται μαζί με άλλα για να στολίσει ένα ένδυμα