παγιώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγιώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος παγιώνω
Ρήμα
[επεξεργασία]παγιώνομαι
- → δείτε τη λέξη παγιώνω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παγιώνομαι | παγιωνόμουν(α) | θα παγιώνομαι | να παγιώνομαι | ||
β' ενικ. | παγιώνεσαι | παγιωνόσουν(α) | θα παγιώνεσαι | να παγιώνεσαι | (παγιώνου) | |
γ' ενικ. | παγιώνεται | παγιωνόταν(ε) | θα παγιώνεται | να παγιώνεται | ||
α' πληθ. | παγιωνόμαστε | παγιωνόμαστε παγιωνόμασταν |
θα παγιωνόμαστε | να παγιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | παγιώνεστε | παγιωνόσαστε παγιωνόσασταν |
θα παγιώνεστε | να παγιώνεστε | (παγιώνεστε) | |
γ' πληθ. | παγιώνονται | παγιώνονταν παγιωνόντουσαν |
θα παγιώνονται | να παγιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παγιώθηκα | θα παγιωθώ | να παγιωθώ | παγιωθεί | ||
β' ενικ. | παγιώθηκες | θα παγιωθείς | να παγιωθείς | παγιώσου | ||
γ' ενικ. | παγιώθηκε | θα παγιωθεί | να παγιωθεί | |||
α' πληθ. | παγιωθήκαμε | θα παγιωθούμε | να παγιωθούμε | |||
β' πληθ. | παγιωθήκατε | θα παγιωθείτε | να παγιωθείτε | παγιωθείτε | ||
γ' πληθ. | παγιώθηκαν παγιωθήκαν(ε) |
θα παγιωθούν(ε) | να παγιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παγιωθεί | είχα παγιωθεί | θα έχω παγιωθεί | να έχω παγιωθεί | παγιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις παγιωθεί | είχες παγιωθεί | θα έχεις παγιωθεί | να έχεις παγιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παγιωθεί | είχε παγιωθεί | θα έχει παγιωθεί | να έχει παγιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παγιωθεί | είχαμε παγιωθεί | θα έχουμε παγιωθεί | να έχουμε παγιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παγιωθεί | είχατε παγιωθεί | θα έχετε παγιωθεί | να έχετε παγιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παγιωθεί | είχαν παγιωθεί | θα έχουν παγιωθεί | να έχουν παγιωθεί |