παγκρεατίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγκρεατίτιδα οι παγκρεατίτιδες
      γενική της παγκρεατίτιδας των παγκρεατιτίδων
    αιτιατική την παγκρεατίτιδα τις παγκρεατίτιδες
     κλητική παγκρεατίτιδα παγκρεατίτιδες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγκρεατίτιδα < (καθαρεύουσα) παγκρεατῖτις λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pancréatite[1] < αρχαία ελληνική παγκρεατ- >

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παγκρεατίτιδα θηλυκό,

  • (ιατρική): φλεγμονή του παγκρέατος, όργανο το οποίο βρίσκεται στο πάνω μέρος της κοιλιάς πίσω από το στομάχι.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]