παγκόσμια θέρμανση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγκόσμια θέρμανση οι παγκόσμιες θερμάνσεις
      γενική της παγκόσμιας θέρμανσης των παγκοσμίων θερμάνσεων
    αιτιατική την παγκόσμια θέρμανση τις παγκόσμιες θερμάνσεις
     κλητική παγκόσμια θέρμανση παγκόσμιες θερμάνσεις
Συνήθως στον ενικό
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγκόσμια θέρμανση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική global warming• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
→ δείτε τις λέξεις παγκόσμιος και θέρμανση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paŋˈɡo.zmi.a ˈθeɾ.man.si/

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

παγκόσμια θέρμανση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Φαινόμενο του θερμοκηπίου, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών