παγκόσμια θέρμανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγκόσμια θέρμανση | οι | παγκόσμιες θερμάνσεις |
γενική | της | παγκόσμιας θέρμανσης | των | παγκοσμίων θερμάνσεων |
αιτιατική | την | παγκόσμια θέρμανση | τις | παγκόσμιες θερμάνσεις |
κλητική | παγκόσμια θέρμανση | παγκόσμιες θερμάνσεις | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγκόσμια θέρμανση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική global warming• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- → δείτε τις λέξεις παγκόσμιος και θέρμανση
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]παγκόσμια θέρμανση θηλυκό
- (μετεωρολογία) συνεχιζόμενη αύξηση στη μέση θερμοκρασία της Γης, ικανή να προκαλέσει κλιματική αλλαγή[1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγκόσμια θέρμανση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Φαινόμενο του θερμοκηπίου, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών
Κατηγορίες:
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)