παγοθραύστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παγοθραύστης ουδέτερο
- προεξέχον στέλεχος στην πλώρη ενός πλοίου που προκαλεί το σπάσιμο των πάγων που επιπλέουν
- (συνεκδοχικά) το παγοθραυστικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παγοθραύστης