παγοθραύστης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγοθραύστης ουδέτερο
- προεξέχον στέλεχος στην πλώρη ενός πλοίου που προκαλεί το σπάσιμο των πάγων που επιπλέουν
- (συνεκδοχικά) το παγοθραυστικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγοθραύστης