παγοκρύσταλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγοκρύσταλλος < πάγ(ος) + -ο- + κρύσταλλος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɣoˈkɾi.sta.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐γο‐κρύ‐σταλ‐λος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγοκρύσταλλος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγοκρύσταλλος
|