παγοπέδιλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγοπέδιλο τα παγοπέδιλα
      γενική του παγοπέδιλου των παγοπέδιλων
    αιτιατική το παγοπέδιλο τα παγοπέδιλα
     κλητική παγοπέδιλο παγοπέδιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγοπέδιλο < πάγος + -ο- + πέδιλο
Σκίτσο παγοπέδιλου.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παγοπέδιλο ουδέτερο

  • πέδιλο που το φοράει κανείς για να κινείται με ευκολία στον πάγο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]