παγοποιητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παγοποιητικός η παγοποιητική το παγοποιητικό
      γενική του παγοποιητικού της παγοποιητικής του παγοποιητικού
    αιτιατική τον παγοποιητικό την παγοποιητική το παγοποιητικό
     κλητική παγοποιητικέ παγοποιητική παγοποιητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παγοποιητικοί οι παγοποιητικές τα παγοποιητικά
      γενική των παγοποιητικών των παγοποιητικών των παγοποιητικών
    αιτιατική τους παγοποιητικούς τις παγοποιητικές τα παγοποιητικά
     κλητική παγοποιητικοί παγοποιητικές παγοποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγοποιητικός < παγοποιός / παγοποιία + -ποιητικός

Επίθετο[επεξεργασία]

παγοποιητικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]