παγωτατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παγωτατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) πλανόδιος πωλητής ατομικών παγωτών, παγωτό χωνάκι, παγωτό ξυλάκι, παγωτό σε κυπελλάκι κ.λ.π.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παγωτατζής
|