παζαρεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παζαρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παζαρεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
παζαρεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παζαρεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παζαρεμένος
|