παζαρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παζαρεύω < παζάρ(ι) + -εύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.zaˈɾe.vo/

παζαρεύω, αόρ.: παζάρεψα, παθ.φωνή: παζαρεύομαι, π.αόρ.: παζαρεύτηκα, μτχ.π.π.: παζαρεμένος

  1. διαπραγματεύομαι την τιμή ενός προϊόντος που πρόκειται ν’ αγοράσω, προσπαθώντας να την ρίξω σε χαμηλότερα επίπεδα
  2. (κατ’ επέκταση) διαπραγματεύομαι ή συζητώ κρυφά κι αθέμιτα μια συναλλαγή έχοντας ιδιοτελή κίνητρα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]