παθητική ανοσοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παθητική ανοσοποίηση < παθητική + ανοσοποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική passive immunization)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
παθητική ανοσοποίηση θηλυκό
- (ιατρική) η ανοσοποίηση που επιτυγχάνεται με τη διαδικασία της χορήγησης έτοιμων αντισωμάτων είτε με φυσικό, είτε με τεχνητό τρόπο[1]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παθητική ανοσοποίηση
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ιωσήφ Παπαπαρασκευάς, Ανοσολογική απόκριση στην λοίμωξη. Ενεργητική και παθητική ανοσοποίηση. Εμβόλια (Εργαστήριο Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Μαθήματα Αμφιθεάτρου), σ. 19. Στον ιστότοπο eclass.uoa.gr· πρόσβαση: 2021-08-05.