παθητικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παθητικοποίηση | οι | παθητικοποιήσεις |
γενική | της | παθητικοποίησης* | των | παθητικοποιήσεων |
αιτιατική | την | παθητικοποίηση | τις | παθητικοποιήσεις |
κλητική | παθητικοποίηση | παθητικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παθητικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παθητικοποίηση < παθητικοποιώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παθητικοποίηση θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη παθητικοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παθητικοποίηση
|