παθητικοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παθητικοποίηση οι παθητικοποιήσεις
      γενική της παθητικοποίησης* των παθητικοποιήσεων
    αιτιατική την παθητικοποίηση τις παθητικοποιήσεις
     κλητική παθητικοποίηση παθητικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παθητικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παθητικοποίηση < παθητικοποιώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παθητικοποίηση θηλυκό

  1. η παθητική συμπεριφορά
  2. (χημεία) η οξείδωση μετάλλων σε όξινα διαλύματα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]