παθιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παθιάζομαι < μεσαιωνική ελληνική παθιάζομαι< παθητική φωνή του ρήματος παθιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

παθιάζομαι, πρτ.: παθιαζόμουν(α), στ.μέλλ.: θα παθιαστώ, αόρ.: παθιάστηκα, μτχ.π.π.: παθιασμένος

  • καταλαμβάνομαι από πάθος
    όταν αρχίζει αυτή τη συζήτηση, παθιάζεται και δεν μπορεί να σταματήσει
    από μικρός παθιάστηκε με τη μουσική

Μεταφράσεις[επεξεργασία]