παθολογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
παθολογικά < παθολογικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
παθολογικά
- από παθολογική άποψη
- σε σημείο υπερβολής, υπερβολικά, τόσο που να θεωρείται παθολογικό και όχι υγιές
- τον αγαπάει παθολογικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παθολογικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
παθολογικά
- παθολογικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού