παθολογοανατομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παθολογοανατομία < παθολογ(ία) + -ο- + ανατομία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παθολογοανατομία θηλυκό
- ιατρικός κλάδος που μελετά τις μεταβολές των ιστών όταν ασθενούν
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παθολογοανατομία
|