παιγνίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παιγνίδι | τα | παιγνίδια |
γενική | του | παιγνιδιού | των | παιγνιδιών |
αιτιατική | το | παιγνίδι | τα | παιγνίδια |
κλητική | παιγνίδι | παιγνίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιγνίδι < μεσαιωνική ελληνική παιγνίδι < παιγνίδιον < αρχαία ελληνική παίγνιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιγνίδι ουδέτερο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του παιχνίδι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιγνίδι
→ δείτε τη λέξη παιχνίδι |