παιδάριο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παιδάριο < υποκοριστικό του παιδί, (καθαρεύουσα) παιδάριον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παιδάριον. Μορφολογικά αναλύεται σε παιδ(ί) + -άριο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παιδάριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παιδάριο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άριο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)