παιδίατρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | παιδίατρος | οι | παιδίατροι |
γενική | του/της του |
παιδιάτρου παιδίατρου |
των | παιδιάτρων & παιδίατρων |
αιτιατική | τον/την | παιδίατρο | τους/τις τους |
παιδιάτρους παιδίατρους |
κλητική | παιδίατρε | παιδίατροι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδίατρος < γαλλική pédiatre < pédiatr(ie). Μορφολογικά αναλύεται σε παιδ(ί) + -ίατρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιδίατρος αρσενικό ή θηλυκό
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις παιδί και ιατρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιδίατρος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- παιδίατρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βιομήχανος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίατρος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)