παιδίον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παιδίον τὰ παιδί
      γενική τοῦ παιδίου τῶν παιδίων
      δοτική τῷ παιδί τοῖς παιδίοις
    αιτιατική τὸ παιδίον τὰ παιδί
     κλητική ! παιδίον παιδί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παιδίω
γεν-δοτ τοῖν  παιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιδίον < παῖς, παιδ- + υποκοριστικό επίθημα -ίον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παιδίον ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη παῖς

Πηγές[επεξεργασία]