παιδαγωγικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιδαγωγικός η παιδαγωγική το παιδαγωγικό
      γενική του παιδαγωγικού της παιδαγωγικής του παιδαγωγικού
    αιτιατική τον παιδαγωγικό την παιδαγωγική το παιδαγωγικό
     κλητική παιδαγωγικέ παιδαγωγική παιδαγωγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιδαγωγικοί οι παιδαγωγικές τα παιδαγωγικά
      γενική των παιδαγωγικών των παιδαγωγικών των παιδαγωγικών
    αιτιατική τους παιδαγωγικούς τις παιδαγωγικές τα παιδαγωγικά
     κλητική παιδαγωγικοί παιδαγωγικές παιδαγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιδαγωγικός < (ελληνιστική κοινήπαιδαγωγικός / γαλλική pédagogique

Επίθετο[επεξεργασία]

παιδαγωγικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στην αγωγή των παιδιών (με την ευρύτερη έννοια) και στην εκπαίδευση, τα σχολικά συστήματα και τη διδασκαλία (με τη στενότερη)
  2. που αναφέρεται στην επιστήμη της παιδαγωγικής
  3. που συμβάλει θετικά στην αγωγή των παιδιών
     αντώνυμα: αντιπαιδαγωγικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]