παιδαριώδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
παιδαριώδες (γενική εν. παιδαριώδους)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παιδαριώδης