παιδεύω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παιδεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παιδεύω < παῖς
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]παιδεύω
- βασανίζω, ταλαιπωρώ
- εξετάζω διεξοδικά κάποιο θέμα
- (παρωχημένο) εκπαιδεύω, διαπαιδαγωγώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- παίδευση
- παιδευτικά
- παιδευτικός
- → δείτε τις λέξεις εκπαιδεύω και παιδί
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | παιδεύω | παιδεύομαι |
Παρατατικός | ἐπαίδευον | ἐπαιδευόμην |
Μέλλοντας | παιδεύσω | παιδεύσομαι & παιδευθήσομαι |
Αόριστος | ἐπαίδευσα | ἐπαιδευσάμην & ἐπαιδεύθην |
Παρακείμενος | πεπαίδευκα | πεπαίδευμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐπεπαιδεύκειν | ἐπεπαιδεύμην |
Συντελ.Μέλλ. | πεπαιδευκώς ἔσομαι | πεπαιδεύσομαι |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]- (μιλώντας για ένα παιδί)
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]και → δείτε τη λέξη παῖς
Κλίση
[επεξεργασία] παιδεύω - ενεργητικοί τύποι
|
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- παιδεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παιδεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εύω (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)