παιδιακίστικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιδιακίστικος η παιδιακίστικη το παιδιακίστικο
      γενική του παιδιακίστικου της παιδιακίστικης του παιδιακίστικου
    αιτιατική τον παιδιακίστικο την παιδιακίστικη το παιδιακίστικο
     κλητική παιδιακίστικε παιδιακίστικη παιδιακίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιδιακίστικοι οι παιδιακίστικες τα παιδιακίστικα
      γενική των παιδιακίστικων των παιδιακίστικων των παιδιακίστικων
    αιτιατική τους παιδιακίστικους τις παιδιακίστικες τα παιδιακίστικα
     κλητική παιδιακίστικοι παιδιακίστικες παιδιακίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιδιακίστικος < παιδιακ-ίζω + -ίστικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ðʝaˈci.sti.kos/

Επίθετο[επεξεργασία]

παιδιακίστικος, -η, -ο

  • για συμπεριφορά που μοιάζει με μικρού παιδιού, αλλά δεν ταιριάζει στο άτομο που την υιοθετεί

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]