Μετάβαση στο περιεχόμενο

παιδιαρίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παιδιαρίζω < παιδ(ί), με θέμα που περιλαμβάνει το γιώτα όπως παιδί(ον) + -αρίζω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.ðʝaˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παιδιαρίζω

παιδιαρίζω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]