παιδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδικός < αρχαία ελληνική παιδικός
Επίθετο[επεξεργασία]
παιδικός -ή -ό
- που ανήκει ή αναφέρεται στο παιδί
- παιδικό παιχνίδι
- (μεταφορικά) αθώος, αγνός
- η Μαρία έχει παιδική ψυχή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιδικός
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
παιδικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
παιδικός
- που αφορά ή αναφέρεται σε παιδί