παιδισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παιδισμός οι παιδισμοί
      γενική του παιδισμού των παιδισμών
    αιτιατική τον παιδισμό τους παιδισμούς
     κλητική παιδισμέ παιδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιδισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παιδισμός αρσενικό

  • η παθολογική διατήρηση σε ενηλίκους ψυχοσωματικών χαρακτηριστικών της παιδικής ηλικίας με απουσία χαρακτηριστικών ενηλίκου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]