παιδοβιαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιδοβιαστής αρσενικό
- (νεολογισμός) ο βιαστής παιδιού
- ※ Άδεια για διακοπές στην Ελλάδα φέρεται να έλαβε ένας Βρετανός παιδοβιαστής που έχει παραδεχθεί την ενοχή του για την σεξουαλική κακοποίηση δύο κοριτσιών σύμφωνα με το BBC. (https://tvxs.gr 20.10.2022)
- ※ Τρόμος στην Αττική: Επανεμφανίστηκε ο παιδοβιαστής με το βαν – Πώς τον ανακάλυψαν (ΤΟ ΒΗΜΑ, 10/11/2022 [https://www.tovima.gr/2022/11/10/vimatv/tromos-stin-attiki-epanemfanistike-o-paidoviastis-me-to-van-pos-ton-anakalypsan/
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιδοβιαστής